Η MachineGames είναι σουηδικό στούντιο ανάπτυξης βιντεοπαιχνιδιών με έδρα την Ουψάλα. Ιδρύθηκε το 2009 από πρώην μέλη της Starbreeze Studios και ειδικεύεται στη δημιουργία αφηγηματικών FPS με κινηματογραφικό ρυθμό και έντονη σκηνοθετική ταυτότητα.
Από το 2010 ανήκει στη ZeniMax Media και, μέσω αυτής, αποτελεί μέρος της Microsoft Gaming από το 2021. Το στούντιο έγινε γνωστό για την επιτυχημένη αναβίωση της σειράς Wolfenstein.
Ίδρυση και φιλοσοφία
Η MachineGames ιδρύθηκε το 2009 από ομάδα δημιουργών που είχαν ήδη σημαντική εμπειρία στη βιομηχανία μέσω της Starbreeze, γνωστής για τα The Chronicles of Riddick: Escape from Butcher Bay και The Darkness.
Με επικεφαλής τον Jens Matthies και τον Jerk Gustafsson, οι οποίοι είχαν συνεργαστεί σε κινηματογραφικά shooters με ισχυρή αφήγηση, το στούντιο γεννήθηκε με σαφή αποστολή: να αναπτύξει παιχνίδια πρώτου προσώπου που θα συνδυάζουν ρευστό gameplay με ουσιαστική ιστορία και χαρακτήρες.
Από την πρώτη στιγμή, η MachineGames ξεχώρισε για την προσέγγισή της στην αφήγηση μέσα από το gameplay. Οι ιδρυτές της πίστευαν ότι τα FPS μπορούν να είναι κάτι περισσότερο από απλή δράση: μπορούν να αφηγηθούν ιστορίες με συναίσθημα, βάθος και κινηματογραφική ένταση. Αυτή η φιλοσοφία έμελλε να καθορίσει όλη την πορεία της εταιρείας.
Η ένταξη στη ZeniMax Media
Το 2010, η ZeniMax Media απέκτησε τη MachineGames, εντάσσοντάς τη στο portfolio της δίπλα σε ιστορικά στούντιο όπως η id Software και η Bethesda. Η συνεργασία αυτή έδωσε στο στούντιο πρόσβαση στην τεχνολογία του id Tech Engine και στην πλούσια βιβλιοθήκη IP της ZeniMax, ανοίγοντας τον δρόμο για το project που θα το έκανε παγκοσμίως γνωστό: την αναβίωση της σειράς Wolfenstein.
Το πρώτο παιχνίδι της MachineGames υπό τη ZeniMax ήταν το Wolfenstein: The New Order (2014), που ανέλαβε να επανασυστήσει μια από τις πιο εμβληματικές σειρές στην ιστορία των FPS. Το στούντιο συνδύασε ταχύτητα, κινηματογραφική παρουσίαση και εναλλακτική ιστορική αφήγηση, δημιουργώντας έναν κόσμο όπου οι Ναζί είχαν κερδίσει τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο πρωταγωνιστής B.J. Blazkowicz επέστρεψε πιο ανθρώπινος και πολύπλευρος, ενώ η ιστορία εξερευνούσε θέματα ελευθερίας, απώλειας και αντίστασης.
Το παιχνίδι έλαβε εξαιρετικές κριτικές, επαινέθηκε για το σενάριο, το voice acting και το σχεδιασμό αποστολών του, και θεωρήθηκε υπόδειγμα για το πώς ένα κλασικό shooter μπορεί να αναγεννηθεί με σεβασμό και φαντασία. Ήταν επίσης το σημείο όπου η MachineGames καθιερώθηκε ως δημιουργός “story-driven shooters”, ενός υβριδικού είδους ανάμεσα σε δράση και αφήγηση.
Η επιτυχία του The New Order οδήγησε στη δημιουργία του Wolfenstein: The Old Blood (2015), ενός prequel που εμβάθυνε στην προϊστορία του Blazkowicz και προσέφερε μια πιο παραδοσιακή, pulp περιπέτεια με στοιχεία τρόμου. Ακολούθησε το Wolfenstein II: The New Colossus (2017), που ανέβασε τον πήχη με ακόμη πιο τολμηρή αφήγηση και θεματολογία. Η ιστορία διαδραματιζόταν σε μια Αμερική υπό ναζιστική κατοχή, θίγοντας ζητήματα αντίστασης, ιδεολογίας και προσωπικού τραύματος. Το παιχνίδι απέσπασε πολλαπλά βραβεία, ανάμεσά τους το “Best Action Game” στα Game Awards 2017.
Το 2019, η MachineGames παρουσίασε το Wolfenstein: Youngblood, μια spin-off περιπέτεια co-op με τις δίδυμες κόρες του Blazkowicz ως πρωταγωνίστριες. Αν και το παιχνίδι πειραματίστηκε με νέα στοιχεία, όπως το συνεργατικό gameplay και τα RPG mechanics, έλαβε μικτές βαθμολογίες από τους κριτικούς, αλλά αναγνωρίστηκε για την προσπάθειά του να εξελίξει τη σειρά σε νέα κατεύθυνση.
Η συνεργασία με την id Software και τα νέα σχέδια
Η MachineGames ανέπτυξε στενές σχέσεις με την id Software και τις υπόλοιπες ομάδες της ZeniMax, αξιοποιώντας διαρκώς τη νέα τεχνολογία των id Tech Engines.
Μετά την εξαγορά της ZeniMax από τη Microsoft το 2021, το στούντιο απέκτησε πρόσβαση σε ακόμη περισσότερους πόρους και ολοκλήρωσε την ανάπτυξη ενός από τα πιο φιλόδοξα projects του: του Indiana Jones and the Great Circle, σε συνεργασία με τη Lucasfilm Games, ενός παιχνιδιού που έτυχε θερμής υποδοχής από κοινό και κριτικούς.
Παρά την περιορισμένη παραγωγή σε σχέση με άλλα στούντιο της ZeniMax, κάθε έργο της χαρακτηρίζεται από σκηνοθετική ωριμότητα, πλούσιο αφηγηματικό υπόβαθρο και τεχνική αρτιότητα.