Το Η Μπαλάντα ενός Μικρού Παίχτη του Edward Berger ξεκινά με υποσχέσεις.
Το Μακάο προβάλλεται σαν μια πόλη έξω από την πραγματικότητα, γεμάτη φώτα, καζίνο και ψεύτικες υποσχέσεις για εύκολη τύχη και κέρδος. Ο Colin Farrell υποδύεται τον Doyle, έναν τζογαδόρο που παριστάνει τον ευγενή, φορώντας μεταξωτά φουλάρια και σίγουρο ύφος, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται ένα βήμα πριν την καταστροφή.
Από την πρώτη στιγμή, η αφήγηση ξεκαθαρίζει ότι ο ήρωας είναι χαμένος. Όχι όμως απλά επειδή δεν έχει τύχη, αλλά επειδή έχει ξεχάσει ποιος είναι.
Το πρόβλημα είναι πως ο θεατής βλέπει αυτή την πτώση χωρίς να νιώθει ότι έχει κάτι πραγματικά να χάσει μαζί του.
Όμορφο περιτύλιγμα, χωρίς παλμό
Ο Berger σκηνοθετεί με έντονο οπτικό στυλ, γεμίζοντας το κάδρο με νέον, καθρέφτες και αντανακλάσεις. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό στο μάτι, αλλά ψυχρό στο συναίσθημα. Η φωτογραφία του James Friend μοιάζει φτιαγμένη για διαφήμιση πολυτελείας: λαμπερή, αλλά χωρίς αίσθηση πραγματικού χώρου.
Ο Farrell βρίσκεται συνεχώς σε κοντινά πλάνα, ιδρωμένος και ανήσυχος, και παρότι είναι φανερό πως δίνει ό,τι έχει, το σενάριο του Rowan Joffe (από το βιβλίο του Lawrence Osborne) δεν τον βοηθά. Ο χαρακτήρας του δεν προχωρά, απλώς περιφέρεται από τραπέζι σε τραπέζι, από ενοχή σε ενοχή.
Η Fala Chen ως Dao Ming είναι η πιο γειωμένη παρουσία της ταινίας. Δείχνει κατανόηση και μελαγχολία χωρίς υπερβολές, και στις σκηνές της με τον Farrell υπάρχει κάτι ανθρώπινο, έστω και για λίγο.
Αντίθετα, η Tilda Swinton εμφανίζεται σαν φιγούρα έξω από τον κόσμο του έργου, μια γυναίκα παγιδευμένη στη δική της αυστηρότητα. Ο ρόλος της έχει ενδιαφέρον ως ιδέα, αλλά η ταινία δεν τον αναπτύσσει ποτέ. Κι έτσι, ακόμη και οι σκηνές που θα μπορούσαν να δώσουν βάθος, περνούν χωρίς αντίκτυπο.
Η ιστορία σε δεύτερο ρόλο
Ο Berger έχει αποδείξει πως μπορεί να στήσει ένταση και ρυθμό όπως έδειξε με το Conclave. Εδώ όμως μοιάζει περισσότερο απορροφημένος από το πώς θα δείξει τα πράγματα παρά από το τι θέλει να πει. Το Η Μπαλάντα ενός Μικρού Παίχτη κινείται ανάμεσα σε δράμα και αλληγορία, αλλά δεν βρίσκει ποτέ ισορροπία.
Οι φράσεις του Doyle σε voice-over ακούγονται σαν ρητά ενός ανθρώπου που ψάχνει βάθος χωρίς να το έχει. Ο ρυθμός μένει επίπεδος και η ένταση χαμηλή, σαν να βλέπεις μια όμορφη βιτρίνα που δεν οδηγεί πουθενά.
Υπάρχουν βέβαια στιγμές που η ταινία αγγίζει κάτι πιο αληθινό. Μια απλή σκηνή σε ένα παγκάκι, με τα φώτα του Μακάο στο βάθος, θυμίζει για λίγο το ύφος του Wong Kar Wai. Εκεί, για μια στιγμή, βλέπεις δύο ανθρώπους που κουβαλούν τύψεις και ανάγκη για σύνδεση. Αν η ταινία είχε περισσότερες τέτοιες ανάσες, θα μπορούσε να βρει ψυχή μέσα στην υπερβολή της. Αντί για αυτό, βυθίζεται ξανά σε ένα παιχνίδι εντυπωσιασμού χωρίς κέρδος.
Το Η Μπαλάντα ενός Μικρού Παίχτη είναι μια καλοφτιαγμένη ταινία, αλλά χωρίς βάθος. Έχει ρυθμό, έχει στιλ, αλλά προσπαθεί πάρα πολύ να παρουσιάσει μια τέλεια εικόνα. Η ταινία μοιάζει με το ίδιο το περιβάλλον του Μακάο – και κάθε πόλης που βασίζεται στο τζόγο: λαμπερή απ’ έξω, αλλά κουρασμένη από μέσα.

Ακολουθήστε το XplayGR στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις από τον χώρο του gaming και της ψυχαγωγίας.
Δείτε όλες τις τελευταίες ειδήσεις στο XplayGR.com.
































