To 1983 ήταν η χρονιά που κατέρρευσε η gaming βιομηχανία. Τους λόγους της κατάρρευσης τους έχουμε αναφέρει αναλυτικά σε προηγούμενο αφιέρωμα μας.
Συνοπτικά, ο βασικός λόγος ήταν η υπερπροσφορά κακοφτιαγμένων παιχνιδιών που οδήγησαν σε έλλειμμα εμπιστοσύνης των καταναλωτών προς την βιομηχανία. Την ίδια στιγμή η Nintendo λάνσαρε το NES και έψαχνε τρόπο να αποκαταστήσει αυτή την σχέση.
Έτσι, δημιουργήθηκε η “Nintendo Seal of Quality“, η σφραγίδα της εταιρίας, που έμπαινε μόνο σε εγκεκριμένα παιχνίδια. Στην πράξη, ήταν μια συμφωνία της Nintendo με τους third-party προγραμματιστές για περιορισμό των παιχνιδιών που ένας εκδότης θα μπορούσε να κυκλοφορήσει μέσα σε ένα χρόνο. Με αυτό τον τρόπο η Nintendo ενθάρρυνε τους εκδότες να διαθέτουν στο σύστημα της μόνο παιχνίδια που ήταν ολοκληρωμένα.
Σύμφωνα με το site της ίδιας της εταιρίας, η “Nintendo Seal of Quality” ήταν ο τρόπος για να είναι σίγουροι οι καταναλωτές ότι το προιόν που αγόραζαν, έχει ελεγχθεί και αδειοδοτηθεί από εκείνη για χρήση με τα συστήματά της, ότι τρέχει κανονικά και πως η χρήση του δεν θα προκαλούσε πρόβλημα στην κονσόλα.
Τα παιχνίδια που είχαν την σφραγίδα της Nintendo είχαν τα δικά τους cartridges. Αυτό συνέβαινε γιατί ναι μεν η εταιρία ήθελε (και είχε) τον απόλυτο έλεγχο στα παιχνίδια που κυκλοφορύσαν στο NES, αλλά δεν απαγορευόταν σε developers εκτός του προγράμματος να κυκλοφορήσουν τα δικά τους παιχνίδια. Δύο από τις εταιρίες αυτές ήταν οι Tengen και Color Dreams, τα cartridges των οποίων είχαν διαφορετική εμφάνιση από αυτά των εταιριών που είχαν την έγκριση της Nintendo. Πάντως τα περισσότερα από τα παιχνίδια που κυκλοφόρησαν εκτός του συγκεκριμένου συστήματος, θεωρούνταν χαμηλής ποιότητας.
Πρέπει πάντως να σημειωθεί, ότι παρά το όνομα της, η “Nintendo Seal of Quality” δεν σήμαινε ότι ένα παιχνίδι ήταν στην πραγματικότητα και ποιοτικό. Ήταν περισσότερο μια ένδειξη “ασφάλειας“.