Όταν ο ανοιχτός κόσμος έγινε υπερβολικός
Οι open-world τίτλοι κάποτε ήταν το ιερό δισκοπότηρο του gaming.
Παιχνίδια όπως το The Elder Scrolls V: Skyrim και το Grand Theft Auto V μας έδειξαν τι σημαίνει ελευθερία, προσφέροντας τεράστιους κόσμους γεμάτους δυνατότητες. Όμως πλέον, πολλοί παίκτες νιώθουν μια κούραση – την αποκαλούμενη «open-world fatigue».
Χάρτες γεμάτοι επαναλαμβανόμενες αποστολές, ατελείωτα collectibles και υπερβολική κλίμακα έχουν κάνει το είδος να μοιάζει προβλέψιμο. Είναι όμως το πρόβλημα στο ίδιο το είδος ή στον τρόπο που το προσεγγίζουν οι developers;
Το πρόβλημα είναι η ποσότητα εναντίον της ποιότητας
Η κούραση από τα open-world παιχνίδια δεν είναι καινούρια. Ήδη από τη δεκαετία του 2010, τίτλοι όπως η σειρά Assassin’s Creed δέχονταν κριτική για υπερφορτωμένους χάρτες με επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες: πύργοι για ξεκλείδωμα, στρατόπεδα για εκκαθάριση, αντικείμενα για συλλογή.
Το πρόβλημα επιδεινώθηκε με την αύξηση του μεγέθους. Παιχνίδια όπως το Assassin’s Creed Valhalla (2020) προσέφεραν κόσμους τόσο τεράστιους που συχνά ένιωθαν κενοί ή γεμάτοι filler περιεχόμενο. Σύμφωνα με σχόλια παιχτών στα social media, πολλοί παίκτες το 2025 παραπονιούνται ότι οι open-world τίτλοι απαιτούν δεκάδες ώρες για να ολοκληρωθούν, χωρίς να προσφέρουν αντίστοιχη ικανοποίηση.
Η Ubisoft, που θεωρείται «βασιλιάς» του είδους, έχει δεχτεί τη μεγαλύτερη κριτική.
Το Far Cry 6 (2021) και το Watch Dogs: Legion (2020) κατηγορήθηκαν για έλλειψη καινοτομίας, με παίκτες να νιώθουν ότι παίζουν το ίδιο παιχνίδι με διαφορετικό «περιτύλιγμα». Ακόμα και το Assassin’s Creed Shadows (2024), παρά την εντυπωσιακή του απεικόνιση της φεουδαρχικής Ιαπωνίας, δέχτηκε σχόλια για υπερβολικά φορτωμένους χάρτες, αν και η αυθεντική πολιτιστική του προσέγγιση κέρδισε επαίνους.
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι η ιδέα του open-world, αλλά η τάση να γεμίζουν οι κόσμοι με περιεχόμενο που μοιάζει τεχνητό ή περιττό.
Το παράδειγμα του Elden Ring
Το Elden Ring (2022) της FromSoftware παραμένει σημείο αναφοράς, με τον κόσμο του να ενθαρρύνει την οργανική εξερεύνηση αντί για καθοδηγούμενα objectives. Η επέκταση Shadow of the Erdtree (2024) ενίσχυσε αυτή την προσέγγιση, προσφέροντας έναν κόσμο γεμάτο μυστικά χωρίς να καταφεύγει σε επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες.
Παρομοίως, το The Legend of Zelda: Breath of the Wild (2017) και το Tears of the Kingdom (2023) απέδειξαν ότι ένας open-world μπορεί να είναι ελεύθερος αλλά και γεμάτος νόημα, με μηχανισμούς που επιβραβεύουν τη δημιουργικότητα.
Ακόμα και μικρότεροι τίτλοι, όπως το Hollow Knight (2017), δείχνουν ότι η ποιότητα υπερτερεί του μεγέθους. Το Metroidvania στυλ του, με έναν διασυνδεδεμένο κόσμο γεμάτο ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, προσφέρει μαθήματα για το πώς οι developers μπορούν να δημιουργήσουν αξέχαστες εμπειρίες χωρίς τεράστιους προϋπολογισμούς.
Το επερχόμενο Silksong, που αναμένεται να κυκλοφορήσει σύντομα, υπόσχεται να συνεχίσει αυτή την παράδοση.
Η ισορροπία είναι το κλειδί
Η κούραση από τα open-world παιχνίδια είναι πραγματική, αλλά δεν σημαίνει ότι το είδος έχει φτάσει στο τέλος του. Παιχνίδια όπως το Elden Ring αποδεικνύουν ότι η λύση βρίσκεται στην ισορροπία: μικρότεροι, πιο πυκνοί κόσμοι, ουσιαστικές αλληλεπιδράσεις και έμφαση στην ποιότητα αντί για την ποσότητα.
Οι developers πρέπει να μάθουν και να αποφύγουν την παγίδα του υπερφίαλου περιεχομένου. Όσο οι εταιρείες ακούν την κοινότητα και καινοτομούν, ο open-world κόσμος έχει ακόμα πολλά να προσφέρει. Εσείς, ποιο open-world παιχνίδι πιστεύετε ότι βρήκε τη σωστή ισορροπία;
Ακολουθήστε το XplayGR στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι όλες τις εξελίξεις από τον χώρο του gaming και της ψυχαγωγίας.
Δείτε όλες τις τελευταίες ειδήσεις στο XplayGR.com.