Η Supercell αποτελεί μία από τις πιο κερδοφόρες και επιδραστικές εταιρείες στην ιστορία των παιχνιδιών για κινητά τηλέφωνα.
Με έδρα το Ελσίνκι της Φινλανδίας, η εταιρεία κατάφερε να αλλάξει τα δεδομένα της βιομηχανίας, όχι μέσω του όγκου των παιχνιδιών που κυκλοφορεί, αλλά μέσω της ακραίας προσήλωσης στην ποιότητα. Η Supercell είναι διάσημη για την αμείλικτη εσωτερική της πολιτική: ακυρώνει δεκάδες projects που δεν πληρούν τα υψηλά της πρότυπα, ώστε να εστιάζει μόνο σε τίτλους που έχουν τη δυνατότητα να παιχτούν για χρόνια από εκατομμύρια ανθρώπους.
Η ταυτότητα της εταιρείας βασίζεται στη μοναδική οργανωτική της δομή. Το όνομα “Supercell” προέρχεται από την ιδέα ότι η εταιρεία αποτελείται από πολλές μικρές, αυτόνομες ομάδες (κύτταρα – cells), οι οποίες λειτουργούν σαν ανεξάρτητα στούντιο.
Κάθε ομάδα έχει την απόλυτη ελευθερία να σχεδιάσει και να δοκιμάσει τις ιδέες της, ενώ η διοίκηση παρεμβαίνει ελάχιστα. Αυτό το μοντέλο επέτρεψε στη Supercell να δημιουργήσει παγκόσμια φαινόμενα όπως το Clash of Clans και το Brawl Stars, καθιστώντας τη Φινλανδία κεντρικό σημείο στον παγκόσμιο χάρτη της ψηφιακής ψυχαγωγίας.
Η ίδρυση και η μετάβαση στο Mobile-First
Η Supercell ιδρύθηκε το 2010 από τον Ilkka Paananen και πέντε ακόμα βετεράνους της βιομηχανίας παιχνιδιών (Mikko Kodisoja, κ.α.). Αρχικά, το πλάνο της εταιρείας ήταν να δημιουργήσει παιχνίδια που θα λειτουργούσαν σε πολλαπλές πλατφόρμες, συμπεριλαμβανομένου του Facebook και των browsers.
Το πρώτο τους παιχνίδι, το Gunshine.net, αν και τεχνικά άρτιο, βοήθησε τους ιδρυτές να συνειδητοποιήσουν μια μεγάλη αλήθεια: το μέλλον της ψυχαγωγίας βρισκόταν στο tablet και το smartphone. Η απόφαση να εγκαταλείψουν τα PC games και να γίνουν “mobile-first” ήταν το πιο κρίσιμο ρίσκο στην ιστορία τους.
Το 2012 υπήρξε η χρονιά-σταθμός για την εταιρεία. Μέσα σε λίγους μήνες, η Supercell κυκλοφόρησε το Hay Day και το Clash of Clans. Τα παιχνίδια αυτά επαναπροσδιόρισαν το μοντέλο free-to-play.
Το Clash of Clans ειδικότερα, συνδυάζοντας τη στρατηγική με την κοινωνική αλληλεπίδραση των “Clans”, έγινε η νούμερο ένα εφαρμογή σε έσοδα παγκοσμίως, αποφέροντας δισεκατομμύρια δολάρια και επιτρέποντας στη Supercell να γιορτάζει τις αποτυχίες της (τις ακυρώσεις παιχνιδιών) με σαμπάνια, θεωρώντας τες μαθήματα για το μέλλον.
Η στρατηγική της “αποτυχίας” και οι λίγοι τίτλοι
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της Supercell είναι το πόσο λίγα παιχνίδια έχει κυκλοφορήσει επίσημα στην αγορά σε σχέση με το μέγεθός της. Ενώ άλλοι mobile developers κυκλοφορούν εκατοντάδες τίτλους, η Supercell έχει μόλις έξι μεγάλες παγκόσμιες επιτυχίες: Hay Day, Clash of Clans, Boom Beach, Clash Royale, Brawl Stars και το πρόσφατο Squad Busters (2024).
Αυτό συμβαίνει γιατί η εταιρεία “σκοτώνει” παιχνίδια ακόμα και στο στάδιο της beta κυκλοφορίας (soft launch) αν δεν διαπιστώσει ότι οι παίκτες θα παραμείνουν πιστοί σε αυτά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Αυτή η προσέγγιση εξασφαλίζει ότι κάθε παιχνίδι της Supercell αποτελεί εγγύηση ποιότητας για το κοινό. Όταν ένας τίτλος επιβιώνει από τη διαδικασία επιλογής, η εταιρεία επενδύει τεράστια ποσά σε marketing και community management.
Το Clash Royale, για παράδειγμα, κατάφερε να συνδυάσει τους μηχανισμούς των card games με το MOBA, δημιουργώντας μια νέα τάση που οδήγησε ακόμα και στην ίδρυση επαγγελματικών πρωταθλημάτων esports, αποδεικνύοντας ότι τα mobile games μπορούν να έχουν βάθος και ανταγωνιστική σκηνή.
Η εξαγορά από την Tencent και η παγκόσμια Εμβέλεια
Η τεράστια οικονομική επιτυχία της Supercell προσέλκυσε το ενδιαφέρον των μεγαλύτερων επενδυτών του πλανήτη. Το 2013, η ιαπωνική SoftBank απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο, αλλά το 2016 η κινεζική Tencent προχώρησε σε μια ιστορική συμφωνία ύψους 8,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την απόκτηση του 84% της εταιρείας.
Η συμφωνία αυτή ήταν μοναδική, καθώς η Tencent εγγυήθηκε ότι η Supercell θα παρέμενε πλήρως ανεξάρτητη στη λήψη των δημιουργικών αποφάσεων και θα διατηρούσε την έδρα της στο Ελσίνκι.
Η συνεργασία με την Tencent έδωσε στη Supercell απαράμιλλη πρόσβαση στην κινεζική αγορά και στους πόρους ενός τεχνολογικού κολοσσού. Παρά την αλλαγή ιδιοκτησίας, η κουλτούρα της εταιρείας δεν αλλοιώθηκε.
Συνέχισε να λειτουργεί με μικρές ομάδες και να πειραματίζεται με νέα είδη. Η εξαγορά αυτή επιβεβαίωσε τη θέση της Supercell ως το “πετράδι του στέμματος” στο χαρτοφυλάκιο της Tencent, λειτουργώντας ως ο βασικός πυλώνας για τα δυτικά mobile παιχνίδια υψηλής ποιότητας.