Η αρχή
Ο πρώτος Internet Explorer ξεκίνησε να αναπτύσσεται το καλοκαίρι του 1994, με τους προγραμματιστές του να χρησιμοποιούν τον πηγαίο κώδικα του Spyglass, Inc. Mosaic, ενός πολύ πρώιμο εμπορικού browser.
O Internet Explorer 1.0 κυκλοφόρησε έναν χρόνο μετά, τον Αύγουστο του 1995 στα Windows 95. Αρκετούς μήνες αργότερα ήρθε και η 1.5 Version για τα Windows NT, η οποία υποστήριζε βασικό table rendering, κάτι πολύ χρήσιμο για το Internet εκείνης της εποχής.
Σύντομα πάντως είχαμε την κυκλοφορία και του Internet Explorer 2.0 σε Windows 95 και Windows NT που έφερνε επαναστατικές αλλαγές με την υποστήριξη SSL, cookies, VRML και Internet newsgroups. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μέσα σε 5 μήνες είχαν κυκλοφορήσει ήδη τρεις διαφορετικές εκδόσεις, ενώ τον Απρίλιο του 1996 ο Internet Explorer 2.0 διατέθηκε και για Macintosh και Windows 3.1.
Τον Αύγουστο του 1996 ήρθε και η τρίτη έκδοση του I.E. 3, η πρώτη δωρεάν και κυρίως η πρώτη που αναπτύχθηκε χωρίς τη χρήση του πηγαίου κώδικα της Spyglass. Παρότι όμως δεν υπήρχε χρήση του πηγαίου κώδικα, χρησιμοποιούνταν “η τεχνολογία” της, με αποτέλεσμα η Spyglass να προσφύγει στα δικαστήρια εναντίον της Microsoft και τελικά να αποζημιώνεται με 8 εκατομμύρια δολάρια.
Ο Internet Explorer 3 διέθετε μερική υποστήριξη CSS. υποστήριζε στοιχεία ActiveX, εφαρμογές Java, πολυμέσα και την πλατφόρμα PICS για meta-data. Τότε όμως ήταν και η πρώτη φορά που τέθηκαν ζητήματα ασφαλείας. Οι χάκερς ασχολήθηκαν εκτεταμένα με τον browser αναδεικνύοντας τα αδύναμα σημεία της ασφάλειας του.
Η διαμάχη με το Αμερικανικό Κράτος
Τον Σεπτέμβριο του 1997 κυκλοφόρησε ο Internet Explorer 4, που ουσιαστικά έφερε και την άμεση σύνδεση των Windows με τον Internet Explorer. O browser ερχόταν πλέον πακέτο με τα Windows, είτε αυτά ήταν τα Windows 95, τα Windows NT 4 ή τα Windows 98.
Η πολιτική αυτή της Microsoft δέχθηκε αρκετές κριτικές και σύντομα η εταιρία βρέθηκε στα δικαστήρια κατηγορούμενη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ και είκοσι Πολιτείες για μονοπωλιακές πρακτικές.
Αφορμή στάθηκε η υποχρεωτική υπογραφή συμβολαίου των κατασκευαστών υπολογιστών με την Microsoft για συμπερίληψη του Internet Explorer στους υπολογιστές με Microsoft Windows. Έτσι δεν επιτρεπόταν στους κατασκευαστές να τοποθετήσουν άλλον browser στο default desktop.
Η Microsoft υποστήριξε στο δικαστήριο ότι αυτό γινόταν προς όφελος των καταναλωτών, τονίζοντας ότι τα Windows 98 δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς τον I.E. Ο Αυστραλός προγραμματιστής, Shane Brooks αργότερα απέδειξε ότι τα Windows 98 θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να τρέξουν ακόμα και χωρίς τα αρχεία του Internet Explorer, δημιουργώντας ένα πρόγραμμα με την ονομασία LitePC που προσάρμοζε τα Windows αφαιρώντας “ανεπιθύμητα αρχεία”. Η Microsoft ως απάντηση τόνισε ότι το λογισμικό δεν καταργούσε όλα τα στοιχεία του Internet Explorer, αφήνοντας πολλά dynamic link library αρχεία πίσω.
Στις 3 Απριλίου του 2000, ο δικαστής Τζάκσον εξέδωσε τις διαπιστώσεις του, αναφέροντας ότι η Microsoft είχε κάνει κατάχρηση της μονοπωλιακής της θέσης προσπαθώντας να “αποτρέψει τη Netscape από το να αναπτύξει το Navigator ως πλατφόρμα“, ότι “είχε αποκρύψει ουσιώδεις τεχνικές πληροφορίες“, ότι προσπάθησε να μειώσει το ποσοστό χρήσης του Navigator “προσφέροντας τον Internet Explorer και επιβραβεύοντας τις επιχειρήσεις που βοηθούσαν να αυξηθεί το μερίδιο της χρήσης του” και τέλος ότι “εξαίρεσε τον Navigator από σημαντικά κανάλια διανομής”.
Ο Τζάκσον πρότεινε η Microsoft να διασπαστεί σε δύο εταιρείες. Αυτή η απόφαση ανατράπηκε μετά από έφεση, η οποία βασιζόταν στο ότι ο Τζάκσον είχε εμφανιστεί προκατειλημμένος προς τη Microsoft σε επικοινωνία με δημοσιογράφους. Ωστόσο η Microsoft καταδικάστηκε για παραβίαση του νόμου περί μονοπωλίων και επτά μήνες αργότερα, το Υπουργείο Δικαιοσύνης συμφώνησε σε διακανονισμό με την εταιρία.
Στο μεταξύ η Microsoft είχε κυκλοφορήσει δύο ακόμα εκδόσεις του Internet Explorer, τον Internet Explorer 5 και 5.5. Η έκδοση 5.5 ήταν και η τελευταία που θα ήταν συμβατή με MAC και UNIX.
Η κρίση
Λίγους μήνες πριν την κυκλοφορία των Windows XP και συγκεκριμένα στις 27 Αυγούστου 2001, η Microsoft διέθεσε στο κοινό τον Internet Explorer 6. H νέα έκδοση περιλάμβανε βελτιώσεις, αλλά είχε σημαντικές αδυναμίες στο θέμα της ασφάλειας, που στιγμάτισαν για πάντα το Internet Explorer brand.
Η αμερικανική ομάδα Computer Emergency Readiness προέτρεψε τους χρήστες να χρησιμοποιήσουν οποιονδήποτε άλλο browser ήθελαν εκτός από τον Internet Explorer 6, αν ήθελαν να κρατήσουν τον υπολογιστή τους ασφαλή και χωρίς malware. Ο λόγος ήταν ότι ο I.E. 6 είχε τις μεγαλύτερες πιθανότητες μόλυνσης από το Scob ή το Download.Ject keylogger που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κλοπή προσωπικών δεδομένων. Η Microsoft διόρθωσε τα προβλήματα αλλά το κακό είχε ήδη γίνει.
Εκείνη την περίοδο μάλιστα ο Internet Explorer απέκτησε δυνατό ανταγωνισμό, με την εμφάνιση του Mozilla Firefox. Από το 2006 έως το 2009 ο αριθμός των χρηστών του I.E. μειωνόταν σταδιακά παρά την κυκλοφορία των αναβαθμισμένων Internet Explorer 7 και 8. Ο Internet Explorer 7 μάλιστα, ήταν και ο πρώτος που ήρθε σαν standalone application και όχι σαν μέρος των Windows.
Το 2010 η Microsoft έχοντας πλέον να ανταγωνιστεί ακόμα περισσότερους browsers (Chrome, Firefox, Opera) αποφασίζει να προσθέσει γνώριμες λειτουργίες τους στον Internet Explorer 9, τονίζοντας ότι αυτός θα δείξει στους χρήστες την “ομορφιά του Web“.
Ακολούθησαν οι εκδόσεις 10 και 11 αλλά το ενδιαφέρον των χρηστών είχε χαθεί.
Το τέλος
Έτσι λοιπόν φτάσαμε στο σήμερα, με την Microsoft να ανακοινώνει την απόσυρση του Internet Explorer, την χρονιά που συμπλήρωνε 20 χρόνια κυκλοφορίας.
Ο browser που χρησιμοποιούσε μέχρι το 2003 το 95% των χρηστών, περνάει πλέον στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.
Η εταιρία εργάζεται ήδη σε έναν νέο browser με την κωδική ονομασία Project Spartan.